υαλοσκεπής

υαλοσκεπής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, σκεπασμένος με υαλοπίνακες, υαλόφραχτος, τζαμωτός, τζαμένιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υαλοσκεπής — ές, Ν στεγασμένος με τζάμια, τζαμωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. νεφο σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”